μαδιβός

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαδιβός Medium diacritics: μαδιβός Low diacritics: μαδιβός Capitals: ΜΑΔΙΒΟΣ
Transliteration A: madibós Transliteration B: madibos Transliteration C: madivos Beta Code: madibo/s

English (LSJ)

v. μάδισος.

Greek Monolingual

μαδιβός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάδισος», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάδισος με επίθημα -βος (πρβλ. κόττα-βος, σίττυ-βος)).