οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Full diacritics: μαδιβός | Medium diacritics: μαδιβός | Low diacritics: μαδιβός | Capitals: ΜΑΔΙΒΟΣ |
Transliteration A: madibós | Transliteration B: madibos | Transliteration C: madivos | Beta Code: madibo/s |
v. μάδισος.
μαδιβός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάδισος», δικέλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάδισος με επίθημα -βος (πρβλ. κόττα-βος, σίττυ-βος)).