μαστιγιώ
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
μαστιγιώ, -άω (Α)
θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγ-ιάω)].