μηχανιστικός

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελείται μηχανικά, χωρίς τη μεσολάβηση κριτικής σκέψης
2. αυτός που εξηγεί και αναλύει τις κοινωνικές σχέσεις με όρους της βιολογίας ή της φυσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιστικός (πρβλ. αγγλ. mechanistic)].