μεσονεφής
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
ές, A with clouds in the midst, Cat.Cod.Astr.8(1).138.
Greek Monolingual
μεσονεφής, -ές (Α)
αστρολ. αυτός που στο μέσο έχει σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -νεφής (< νέφος), πρβλ. ευρυ-νεφής, κελαι-νεφής].