μικρόκοσμος

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

German (Pape)

[Seite 184] ὁ, die Welt im Kleinen, die kleine Welt, Phot. bibl. p. 440. 33.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόκοσμος: ὁ κόσμος ἐν σμικρῷ, ἐσφαλμένη σύνθεσις ἀντὶ τοῦ μικρὸς κόσμος· ἴδε ἐν λέξ. κόσμος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

ο (Μ μικρόκοσμος)
μικρός κόσμος, ο κόσμος σε μικρογραφία
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) όρος που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ώς έναν «μικρό κόσμο», στον οποίο ανακλάται ο μακρόκοσμος
2. ο κόσμος του ατόμου και τών υποατομικών σωματιδίων στον οποίο ισχύουν οι νόμοι της κβαντικής μηχανικής
3. το σύνολο τών μικρών σε ηλικία ανθρώπων, τα παιδιά
4. το σύνολο τών μικροοργανισμών και τών μικροβίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κόσμος (πρβλ. αγγλ. microcosm].