μικρόκοσμος
From LSJ
πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government
German (Pape)
[Seite 184] ὁ, die Welt im Kleinen, die kleine Welt, Phot. bibl. p. 440. 33.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόκοσμος: ὁ κόσμος ἐν σμικρῷ, ἐσφαλμένη σύνθεσις ἀντὶ τοῦ μικρὸς κόσμος· ἴδε ἐν λέξ. κόσμος ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ο (Μ μικρόκοσμος)
μικρός κόσμος, ο κόσμος σε μικρογραφία
νεοελλ.
1. (φιλοσ.) όρος που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ώς έναν «μικρό κόσμο», στον οποίο ανακλάται ο μακρόκοσμος
2. ο κόσμος του ατόμου και τών υποατομικών σωματιδίων στον οποίο ισχύουν οι νόμοι της κβαντικής μηχανικής
3. το σύνολο τών μικρών σε ηλικία ανθρώπων, τα παιδιά
4. το σύνολο τών μικροοργανισμών και τών μικροβίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + κόσμος (πρβλ. αγγλ. microcosm].