γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλ-άρα, μουλ-άρα)].