χρονία
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
[Seite 1377] ἡ, = χρονιότης, zw.
ἡ, Μ
(αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ία (πρβλ. θυσ-ία)].