οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
-α, -ικο, Ν1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους3. φρ. «χρονιάρα μέρα» — γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ταξιδ-ιάρης)].