μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
ο, Ν
1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του
2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].