ωάριο

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

το/ ᾠάριον, ΝΜΑ
υποκορ. μικρό αβγό, αβγουλάκι
νεοελλ.
βιολ. ο θηλυκός γαμέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].