ωάριο
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
το/ ᾠάριον, ΝΜΑ
υποκορ. μικρό αβγό, αβγουλάκι
νεοελλ.
βιολ. ο θηλυκός γαμέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠόν + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].