ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
[Seite 1272] mager machend, Sp.
ἰσχνοποιός, -όν (Μ)αυτός που καθιστά κάτι ισχνό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αγαθο-ποιός, θερμο-ποιός.