ἱεροθέτης

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

German (Pape)

[Seite 1241] ὁ, Anordner des Gottesdienstes, Dion. Areop.

Greek Monolingual

ἱεροθέτης, ὁ (Μ)
αυτός που όριζε τις ιερές τελετές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο-θέτης, παλαιο-θέτης.