δεκαπλός
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. α-πλούς, τρι-πλούς)].