ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
το (AM ἐπωνύμιον)
επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωνύμιον (< όνομα)
πρβλ. ανθρωπ-ωνύμιο, παρ-ωνύμιο, τοπ-ωνύμιο].