εχιόδηκτος

Revision as of 09:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό-δηκτος, οφιό-δηκτος].