εχιόδηκτος
Greek Monolingual
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνόδηκτος, οφιόδηκτος].
ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνόδηκτος, οφιόδηκτος].