ζαχαριέρα

From LSJ
Revision as of 09:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek Monolingual

η
η ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατ-ιέρα, σουπ-ιέρα)].