ζαχαριέρα
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
η
η ζαχαροθήκη, το δοχείο ή η θήκη όπου φυλάγεται η ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. αλατιέρα, σουπιέρα)].