ημιμανής

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

ἡμιμανής, -ές (Α)
1. μισότρελος
2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναι-μανής, εκ-μανής].