ημιμανής
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
Greek Monolingual
ἡμιμανής, -ές (Α)
1. μισότρελος
2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάν-ην), πρβλ. γυναιμανής, εκμανής].