δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἡμιεργής, -ὲς (Α)ημιέργαστος, ημιτελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -εργής (< έργον), πρβλ. δολο-εργής, ευ-εργής].