Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Full diacritics: θειόχρους | Medium diacritics: θειόχρους | Low diacritics: θειόχρους | Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ |
Transliteration A: theióchrous | Transliteration B: theiochrous | Transliteration C: theiochrous | Beta Code: qeio/xrous |
-ουν, contr. from θειόχροος.
-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].