Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
ηη μυρωδιά του θαλασσινού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -άδα (πρβλ. αμαξ-άδα, βαρκ-άδα)].