θεόμοιρος

Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ον, A partaking of the divine nature, Ecphant. ap. Stob.4.6.22; φύσις Dam.Isid.191.

German (Pape)

[Seite 1196] des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.

Greek (Liddell-Scott)

θεόμοιρος: -ον, μετέχων τῆς θείας φύσεως, Ἔκφραντ. παρὰ Στοβ. 323. 58 (ἐν τῷ θηλ. -μοίρη), Δαμασκ. ἐν τῇ Βιβλ. Φωτ. 347.

English (Slater)

θεόμοιρος, codd. (O. 3.10), (P. 5.5) v. θεόμορος.

Greek Monolingual

θεόμοιρος, -ον (Α)
αυτός που μετέχει στη θεία φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά-μοιρος, ολβιό-μοιρος].