θεόμορος
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
θεόμορον,
A destined by the gods, imparted by the gods, ἀοιδαί Pi.O.3.10; γάμου θεόμορον γέρας Id.I.8(7).42.
II blessed by the gods, Id.P.5.5.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott verhängt, dor. θεύμορος, γάμου γέρας Pind. Ol. 7, 38, vgl. Ol. 3, 10 P. 5, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 attribué par la divinité;
2 béni par les dieux.
Étymologie: θεός, μόρος¹.
Russian (Dvoretsky)
θεόμορος: дор. θεύμορος 2
1 ниспосланный богами, дарованный божеством (ἀοιδαί, γάμου γέρας Pind.);
2 взысканный богами (Ἀρκεσίλας Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόμορος: -ον, Δωρ. θεύμ-, ὡρισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν, παρεχόμενος ὑπ’ αὐτῶν, ἀοιδαὶ Πίνδ. Ο. 3. 18· γάμου θεόμορον γέρας ὁ αὐτ. Ι. 8 (7). 84. ΙΙ. εὐλογημένος ἐκ μέρους τῶν θεῶν, ὁ αὐτ. Π. 5. 6. - Ἴδε θεύμορος.
English (Slater)
θεόμορος, -ον
a alloted by heaven θεόμοροι ἀοιδαί (θεόμοιροι v.l.: θεόμοροι edd. vulgo) (O. 3.10) “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: θεάμοιρον cod.) (I. 8.38)
b heaven favoured ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα (Er. Schmid: θεόμοιῤ codd.) (P. 5.5)
Greek Monolingual
θεόμορος, -ον (Α)
1. ο ορισμένος, ο δοσμένος από τους θεούς («γάμου θεόμορον... γέρας», Πίνδ.)
2. ο ευλογημένος από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + μόρος «μοίρα, τύχη»].
Greek Monotonic
θεόμορος: -ον, Δωρ. θεύ-μ-,
I. προορισμένος, προκαθορισμένος από το θεό, παρεχόμενος από αυτούς, σε Πίνδ.
II. ευλογημένος από τους θεούς, στον ίδ.
Middle Liddell
θεό-μορος, ον
I. destined by the gods, imparted by them, Pind.
II. blessed by the gods, Pind.