ιθυντήρ
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Greek Monolingual
ἰθυντήρ, -ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α)
1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος
2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα
επίθ. της Δίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. -τηρ (θηλ. -τειρα), πρβλ. δο-τήρ, κυβερνη-τήρ].