ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
ἱμαντώδης, -ες (Α)
1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος
β) αυτός που μοιάζει με σχοινί
2. (για αθλητές) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -ώδης (πρβλ. θυελλ-ώδης, ογκ-ώδης)].