θυμομαχώ

From LSJ
Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source

Greek Monolingual

θυμομαχῶ, -έω (Α)
1. είμαι οργισμένος, είμαι θυμωμένος
2. πολεμώ με πείσμα
3. (με δοτ.) φιλονικώ, έχω επίμονη άμιλλα με κάποιον, έχω διαμάχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -μαχώ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ-μαχώ, ξιφο-μαχώ).