Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
ἱστιοπετής, -ές (Α)
(για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο-πετής, ουρανο-πετής].