κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
ἰσοεπής, -ές (Α)
ίσος κατά την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισ(ο)- + -επής (< ἔπος), πρβλ. δεινο-επής, ψευδο-επής].