Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίσθαρος

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, = κίστος, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α κίσθαρος)
είδος του φυτού κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσθος + επίθημα -αρος (πρβλ. κίσσ-αρος, κόμ-αρος)].