ισχυρόμαχος

From LSJ
Revision as of 10:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἰσχυρόμαχος, -ον (Μ)
(για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό-μαχος, πολύ-μαχος].