ισχυρόμαχος
From LSJ
Greek Monolingual
ἰσχυρόμαχος, -ον (Μ)
(για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό-μαχος, πολύ-μαχος].
ἰσχυρόμαχος, -ον (Μ)
(για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό-μαχος, πολύ-μαχος].