κακόκαρδος
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ κακόκαρδος, -η, -ον)
στενοχωρημένος, δύσθυμος, λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. γενναιό-καρδος, μικρό-καρδος].