καμηληλάτης
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der Kameeltreiber.
Greek Monolingual
ο
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης, κωπ-ηλάτης].