καμηλοφορβός

From LSJ
Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek (Liddell-Scott)

καμηλοφορβός: ὁ, (φέρβω) = καμηλοβοσκός, Νικήτ. Βυζ. 713Β, ἐν τῇ Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ.

Greek Monolingual

καμηλοφορβός, ὁ (Μ)
καμηλοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου-φορβός, ιππο-φορβός].