καμηλοβοσκός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, camel-herd, Str.16.4.2.
German (Pape)
[Seite 1316] Kameele fütternd, haltend, Strab. XVI, 768.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλοβοσκός: ὁ, ὁ βοσκῶν καμήλους, Στράβ. 767.
Greek Monolingual
καμηλοβοσκός, ὁ (Α)
αυτός που βόσκει καμήλες.