καμηλοφορβός

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek (Liddell-Scott)

καμηλοφορβός: ὁ, (φέρβω) = καμηλοβοσκός, Νικήτ. Βυζ. 713Β, ἐν τῇ Ἑλληνικῇ Πατρολογίᾳ.

Greek Monolingual

καμηλοφορβός, ὁ (Μ)
καμηλοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βουφορβός, ιπποφορβός].