κατσίκα

Revision as of 13:21, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η
1. κοινή ονομασία του ζώου αίγα, γίδα
2. υβριστική προσωνυμία γυναίκας («άφησε την κατσίκα να φωνάζει»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. του κατσίκι (πρβλ. κεφάλ-α, μαχαίρ-α). Στη συνέχεια η μεγεθ. σημασία έπαψε να γίνεται αισθητή].