ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
-έςαυτός που έχει ανθισμένα κλαδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο-ανθής, ψυχ-ανθής].