κληρούχος
Greek Monolingual
ο (AM κληροῡχος)
ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών Αθηνών πόλεις
2. (στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο) ο κάτοχος στρατιωτικού κλήρου
3. μτφ. αυτός που πήρε κάτι ως μερίδιο από τη μοίρα («αἴδεσαι δὲ μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῡχον» — συλλογίσου και τη μητέρα που έλαβε ως κλήρο, που της έτυχαν πολλά χρόνια ζωής, Σοφ.)
4. αυτός που διανέμει κλήρους, τμήματα γης σε πολίτες
5. ο κάτοχος κληρονομικής μερίδας, ο κληρονόμος
6. (στη Ρωμαϊκή Αίγυπτο) ο γαιοκτήμονας
7. (για τη γη) αυτός που μοιράζεται με κλήρους («κληροῦχος γῆ», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. δημ-ούχος, πολι-ούχος].