Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
κλεψιμαχῶ, -έω (Μ)μάχομαι κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + μαχῶ (< -μάχος < μάχη), πρβλ. μονο-μαχώ, ξιφο-μαχώ].