κουδουνίστρα
Greek Monolingual
η
πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίσ-τρα, χωρίσ-τρα)].
η
πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίσ-τρα, χωρίσ-τρα)].