κουδουνίστρα
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
η
πλαστικό ή μετάλλινο παιχνίδι τών μωρών που, όταν το κουνά κάποιος, κάνει θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουδουνίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρίστρα, χωρίστρα)].