ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
κλεπτουργής, -ές (Α)αυτός που κάνει κλοπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτω + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. αληθ-ουργής, νε-ουργής].