κοψοπόδης

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach

Menander, Monostichoi, 243

Greek Monolingual

-α, -ικο
κουτσοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -πόδης (< πόδι), πρβλ. μακρο-πόδης, στραβο-πόδης].