κτηματίας

From LSJ
Revision as of 14:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

και χτηματίας, ο
κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. αισθηματ-ίας, εισοδηματ-ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].