λιβυστιάς

From LSJ
Revision as of 14:26, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

λιβυστιάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος βοτάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λιβυστίς + κατάλ. -άς, που απαντά σε λ. σχετικές με τη γεωργία και την καλλιέργεια (πρβλ. μυρτ-άς, φυλλ-άς)].