λινοϋφής

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐνοϋφής Medium diacritics: λινοϋφής Low diacritics: λινοϋφής Capitals: ΛΙΝΟΫΦΗΣ
Transliteration A: linoüphḗs Transliteration B: linouphēs Transliteration C: linoyfis Beta Code: linou+fh/s

English (LSJ)

[ῠ], ές, A weaving linen, EM558.49:—also λῐνόϋφος, ον, AB302, PGiss.40 ii 27 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).216, etc.; cf. λίνυφος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοϋφής: [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ οὗτοςτύπος καὶ ὁ τύπος λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ.

Greek Monolingual

λινοϋφής, -ές και λινόϋφος, -ον (Α)
υφασμένος με ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ-υφής, παρ-υφής].